- ηλιοβολώ
- ἡλιοβολῶ, -έω (Μ, Α ἡλιοβολοῡμαι, -έομαι) [ηλιόβολος]μσν.λάμπω σαν τις ακτίνες τού ήλιουαρχ.παθ. ἡλιοβολοῡμαιπροσβάλλομαι από τον ήλιο, καίγομαι από τον ήλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιοβόλημα — το [ηλιοβολώ] η ηλιοβολία, η ακτινοβολία … Dictionary of Greek